βερισμός

βερισμός
Λογοτεχνικό ρεύμα στην Ιταλία, αντίστοιχο προς τον γαλλικό νατουραλισμό. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι., η τάση εκείνη του ρομαντισμού που απέβλεπε στη λέξη-μουσική είχε περιοριστεί σε έναν αφηρημένο συναισθηματισμό.Εναντίον του αντέδρασε ο ίδιος ο ρομαντισμός με την άλλη του τάση, που απέβλεπε στη λέξη-πράγμα, δηλαδή στον ρεαλισμό. Ποικίλες είναι οι μορφές αυτής της αντίδρασης: η καταραμένη, βλάσφημη ποίηση των Σκαπιλιάτι· η αστική και χαμηλών τόνων ποίηση του Μπετελόνι και άλλων· η συγκρατημένη σε ύφος αλλά με τον δικό της τρόπο ρεαλιστική ποίηση του Καρντούσι. Σε αυτή την ατμόσφαιρα δεν μπορούσε να μην έχει την απήχησή του και ο γαλλικός νατουραλισμός, που πράγματι έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό. Ο κριτικός και μεγάλος υποστηρικτής του ρομαντισμού Ντε Σάνκτις έγινε υποστηρικτής του β. και ο Καπουάνα θερμός κήρυκάς του, αν και μερικές φορές αντιφατικός. Αλλά εκτός από μερικές αφηγηματικές σελίδες του ίδιου του Καπουάνα, ο ιταλικός νατουραλισμός, που προτίμησε τον χαρακτηρισμό β., έμεινε αρκετά μακριά από τον γαλλικό. Ο Βέργκα, π.χ., ο μεγαλύτερος βεριστής συγγραφέας της Ιταλίας, που στη δεύτερη και πιο σημαντική φάση της δραστηριότητάς του ξεκίνησε από τις υπαγορεύσεις του νατουραλισμού, αποσπάστηκε από αυτόν, ξεφεύγοντας οριστικά από τον επιστημονισμό και τον πειραματισμό της αφηγηματικής τέχνης του Ζολά και των οπαδών του. Ο Βέργκα ερμήνευσε ουσιαστικά τον νατουραλισμό ως τοπικό χρώμα. Έτσι έκαναν επίσης οι Ντε Ρομπέρτο, Ντι Τζάκομο, Σεράο, Φουτσίνι, ο Ντ’ Ανούντσιο της πρώτης περιόδου, η Ντελέντα και πολλοί άλλοι. Όλοι διαπίστωσαν ότι το λαϊκό και αστικό στοιχείο των διαφόρων περιοχών (Σικελία, Νάπολη, Τοσκάνη, Σαρδηνία κλπ.) αποτελούσε ανεξάντλητη περιοχή για παρατηρήσεις που δεν την είχε ακόμα εκμεταλλευτεί η ιταλική πεζογραφία και η οποία οπωσδήποτε βρισκόταν πολύ μακριά από τον συμβατικό αισθηματισμό της αφηγηματικής τέχνης της τελευταίας περιόδου του ρομαντισμού. (Ζωγρ.) Β. ονομάστηκε επίσης η τάση εκείνη του υπερρεαλισμού στις εικαστικές τέχνες, η οποία απέδιδε θέματα φωτογραφικού ρεαλισμού, αναμεμειγμένα με ειρωνικές εικόνες ή εμπνευσμένα από παραισθησιογόνα. Κυριότερος εκπρόσωπος του ρεύματος, που ονομάστηκε επίσης βεριστικός υπερρεαλισμός, υπήρξε ο Σαλβαντόρ Νταλί. Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του «Δέντρου της γνώσης» (1890) του Φ. ντε Ρομπέρτο, κορυφαίου εκπροσώπου του λογοτεχνικού βερισμού. «Το φάντασμα του Βερμέερ του Ντελφτ, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τραπέζι», έργο του Σαλβαντόρ Νταλί (1934), κυριότερου εκπροσώπου της τάσης του βεριστικού υπερρεαλισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… …   Dictionary of Greek

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Τερμπρίγκεν, Χέντρικ — (Terbruggen, Ντέβεντερ 1588 – Ουτρέχτη 1629). Ολλανδός ζωγράφος. Μαθητής του Άμπραμ Μπλέμετρ έζησε από το 1604 έως το 1614 στη Ρώμη και μετά, μέχρι τον θάνατό του, στην Ουτρέχτη. Καλλιτέχνης από τους μεγαλύτερους Ολλανδούς, που εργάστηκαν τις… …   Dictionary of Greek

  • Χάουπτμαν, Καρλ — (Hauptmann, Όμπερσαλτσμπρουν, Σιλεσία 1858 – Σράιμπερχαου, Έρτσγκεμπίργκε 1921). Γερμανός συγγραφέας. Το έργο του τοποθετείται στη μεταβατική περίοδο μεταξύ νατουραλισμού –που εκφράζεται στις πρώτες θεατρικές προσπάθειές του, όπως η Μαριάννα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”